είσοδος

είσοδος
η
1) вход (действие и место);

απαγορεύεται η είσοδος — вход воспрещён;

είσοδος δωρεάν — бесплатный вход;

μη στέκεσαι στην είσοδο — не стой у входа;

είσοδος του λιμένος — вход в порт;

2) вступление; поступление (куда-л.);

είσοδ στην ακαδημία (στην ιατρική εταιρεία) — вступление в академию (в общество врачей);

είσοδος στη βουλή — избрание членом парламента;

3) доступ;
4) переход (в другое состояние, к другой теме и т. п.); наступление (какой-л. поры); вступление (в какуюлибо пору);

είσοδ στο χειμώνα — наступление зимы;

είσοδος στην εφηβική ηλικία — вступление в юношеский возраст;

5) стоимость входного билета;

πόσο είναι η είσοδος στο θέατρο; — сколько стоит билет в театр?;

6) (постоянный) пропуск (на зрелищные мероприятия);

έχω μιά είσοδο γιά τη διάλεξη — иметь разрешение на посещение лекции;

έχω ελεφθέρα είσοδο σ' όλα τα θέατρα — иметь постоянный пропуск во все театры


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "είσοδος" в других словарях:

  • εἴσοδος — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»